«ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΙ» Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΕ ΟΜΑΔΕΣ, Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ
Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο ΙΔΡΥΜΑ ΔΑΜΑΛΑ Πειραιά, τη Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018 στις 6:30 μ.μ κατά την Εσπερίδα με τίτλο: Επικοινωνία και συνύπαρξη με τον «άλλον» στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην κοινωνία: Πώς μπορεί η σχέση μας με τον συνάνθρωπο να μας οδηγήσει στην ευτυχία.
Στο πλαίσιο αυτής της εκδήλωσης τρεις διακεκριμένοι επιστήμονες και εκπαιδευτικοί, ο κοινωνικός επιστήμων, Δρ Γ. Μπίκος, ο φιλόλογος Δρ Γ. Κουγιουμτζής και ο θεολόγος Δρ Γ. Καπετανάκης, ανάλυσαν τους όρους υπό τους οποίους μπορεί η σχέση του καθενός μας με τον «άλλον», στο πεδίο της εργασίας, στον χώρο του σχολείου και στη σφαίρα των καθημερινών κοινωνικών συναναστροφών, να οδηγήσει σε μία αμοιβαία αποδοχή και σε μία συνύπαρξη ευημερίας, και μοιράστηκαν διαλογικά, τις σκέψεις τους με το κοινό.
Η ομιλία μου έχει δύο βασικές έννοιες : τη μάθηση και τη συνεργασία και μάλιστα σε μορφή ρήματος για να υπογραμμίσω το μεταβαλλόμενο του γεγονότος σε σχέση με τη ρευστότητα της παγκόσμιας πραγματικότητας. Η μάθηση μπορεί να προσδιοριστεί αν αναρωτηθούμε ποιος μαθαίνει και που αλλά και τι μαθαίνει και φυσικά είναι μια διαδικασία που κρατά εφ’ όρου ζωής∙ ενώ η συνεργασία ορίζεται από το πώς μαθαίνει κανείς και γιατί μαθαίνει, οι σχέσεις που γεννούνται σε αυτήν την ατραπό μας χαρακτηρίζουν ως κοινωνικά όντα.
Κάθε εκπαιδευτικός οργανισμός διαφέρει σημαντικά από τους υπόλοιπους και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά ακόμα και όταν οι εισροές (μαθητικός πληθυσμός) και το συγκείμενο (πλαίσιο λειτουργίας σχολείου) δεν διαφέρουν κατά πολύ. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε σχολική μονάδα αποτελεί μια αυτόνομη κοινωνική ομάδα, μια μικρογραφία της εκάστοτε κοινωνίας στην οποία εντάσσεται και με αυτό τον τρόπο αντανακλά πλήρως τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.
Hέννοια της σχολικής κουλτούρας και η σπουδαιότητά της ως κινητήριας δύναμης για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των σχολικών μονάδων έχουν απασχολήσει εκτεταμένα τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή βιβλιογραφία τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν, ένα σύγχρονο και δημοκρατικό σχολείο εκπαιδεύει τους / τις μαθήτριες σε:
üΓνώσεις
üΔεξιότητες (ατομικές και κοινωνικές)
üΣτάσεις.
Οι κοινωνικές δεξιότητες που θα αναπτύξει ο μαθητής / τρια είναι αυτές που θα τον οδηγήσουν στην ευελιξία προσαρμογής στα πολλαπλά κοινωνικά δίκτυα της σύγχρονης πραγματικότητας και η υιοθέτηση στάσεων ανοχής κι ανεκτικότητας στην διαφορετικότητα είναι αυτές που θα τον καταστήσουν πολίτη μιας δημοκρατικής κοινωνίας στην πολυπλοκότητα του παγκόσμιου γίγνεσθαι.
Η κατανόηση της ετερότητας, το «να μπει στα παπούτσια του άλλου», είναι το βασικό εκπαιδευτικό εργαλείο της ενσυναίσθησης, ώστε να τον καταστήσουν κοινωνό, αλληλέγγυο, φιλάδελφο.
Για να το καταφέρει αυτό θα πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του αρχικά και να αναγνωρίζει τόσο τις λογικές ιδιότητες του όσο και τη συναισθηματική του κατάσταση για να τον εντάσσει σε ένα κοινωνικό ρόλο. Η ανάπτυξη της EQ(συναισθηματικής νοημοσύνης) στο σχολείο είναι τόσο βασική όσο και η ανάπτυξη του IQ (λογική νοημοσύνη). Απαραίτητες προϋποθέσεις στην ολοκλήρωση του μαθητή και για τη μετάβαση από το ρόλο του μαθητή στο ρόλο του υπεύθυνου πολίτη είναι η ανάπτυξη της κριτικής και δημιουργικής σκέψης σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης κι όχι η εστίαση μόνο στο γνωστικό αντικείμενο.
Οι μέθοδοι, οι στρατηγικές κι οι εκπαιδευτικές που ακολουθούμε σήμερα στην εκπαίδευση στρέφονται σε πιο συνεργατικά και μαθητοκεντρικά μοντέλα για την επίτευξη των παραπάνω αλλά και στοχεύοντας σε αυτά.
Η κορωνίδα του εκπαιδευτικού μας συστήματος αυτή τη στιγμή είναι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις, που έχουν πολλή μικρή σχέση με το περιγραφόμενο από μέρους μας κόσμο της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Στόχος τους είναι η επιτυχία σε μια σχολή μέσα από ένα μοναχικό δρόμο, αυτόν της κατ’ ιδίαν μελέτης και την ανταγωνιστικότητα για την ατομική επίτευξη στόχων, ενώ εμείς διερευνούμε και αντι – προτείνουμε την ευτυχία στη ζωή μέσα από τη συνύπαρξη, τη σχέση.
Στη διδασκαλία του ΜτΘ για παράδειγμα, τα ΝΠΣ προσβλέπουν οι μαθητές
• να συνθέτουν γνώσεις από τις πληροφορίες και τις εμπειρίες τους,
• να καλλιεργούν αξίες και στάσεις,
• να αναπτύσσουν ικανότητες και δεξιότητες, να ασκούνται στη συνθετική σκέψη, να δια- μορφώνουν κριτικό πνεύμα.
Τα ΝΠΣ του ΜτΘ με συγκεκριμένους στόχους και προσδοκώμενες μαθησιακές επάρκειες καθοδηγούν τον εκπαιδευτικό της τάξης στο σχεδιασμό της διδασκαλίας όπου υπάρχουν ορατοί δείκτες, κριτήρια και τεχνικές που διευκολύνουν αποτελεσματικά τη διδακτική και μαθησιακή διαδρομή, και δείχνουν κατά πόσο επιτυγχάνονται οι στόχοι και οι σκοποί του μαθήματος ώστε να αξιολογείται όλη η μαθησιακή διαδικασία. Συγκεκριμένα στοχεύουν
• στην εξοικείωση των μαθητών με θρησκευτικά σύμβολα, πρόσωπα, όρους, μνημεία και γεγονότα (αναγνώριση, κατανόηση, περιγραφή/αφήγηση πληροφοριών για τα παραπάνω),
• στην έκφραση θρησκευτικών εννοιών, συμβόλων, γεγονότων, ιδεών (εξήγηση / ερμηνεία, σχολιασμός, εφαρμογή / αναπλαισίωση αυτών)
• στη συμμετοχή όλων των μαθητών και στη μεταξύ τους συνεργασία στο πλαίσιο της διδακτικής διαδικασίας (ενδιαφέρον / ενεργοποίηση, ανάπτυξη πρωτοβουλίας / δημιουργικότητας, συμμετοχή στην εκπαιδευτική πράξη) (Οδηγός Εκπαιδευτικού για την Περιγραφική Αξιολόγηση στο Γυμνάσιο, Τεύχος B΄ Κριτήρια Περιγραφικής Αξιολόγησης:46-49).
Στην ελληνόγλωσση αλλά και στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία έχουν παρατεθεί αρκετοί ορισμοί για τη συνεργασία, οι οποίοι μπορούν να καταστούν αποδεκτοί, εφόσον λάβει κανείς υπόψη του το πλαίσιο στο οποίο αυτή αναφέρεται. Ένας από τους ορισμούς που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο πλαίσιο της εκπαίδευσης γενικότερα διατυπώθηκε από τους Cook & Friend (1991:6-9) και είναι ο εξής: «Η συνεργασία μεταξύ προσώπων είναι ένα είδος άμεσης αλληλεπίδρασης μεταξύ τουλάχιστον δύο ατόμων που εθελοντικά έχουν προσφερθεί για την από κοινού λήψη αποφάσεων και την κοινή εργασία προς την κατεύθυνση της επίτευξης ενός σκοπού». Σύμφωνα με τον Argyle (1991:45) συνεργασία υφίσταται, όταν τα άτομα «...ενεργούν από κοινού, συντονισμένα και συντεταγμένα στη δουλειά, σε κοινωνικές σχέσεις, στην επιδίωξη κοινών στόχων, στην τέρψη που προέρχεται από την ανάπτυξη ομαδικής δραστηριότητας, ή απλά στην προαγωγή μιας σχέσης». Μία άλλη προσέγγιση είναι αυτή του Lawson (2004:225), ο οποίος δίνει τον εξής ορισμό: «...συνεργασία μπορεί να είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της κατάλληλης και της βέλτιστης πρακτικής, και η αποτυχία να συνεργαστούν ενδεικτικό της αμέλειας και των αθέμιτων πρακτικών».
Οι David και Koger Johnson συνέφεραν ενεργά στην θεωρία της κοινωνικής μάθησης. Το 1975 γνωστοποίησαν ότι η συνεργατική μάθηση πριμοδοτεί την αμοιβαία συμπάθεια, την καλύτερη επικοινωνία, την μεγαλύτερη αποδοχή και στήριξη, καθώς επίσης παρουσιάστηκε μία βελτίωση στον τρόπο σκέψης ποικίλων στρατηγικών μεθόδων ανάμεσα στα μέλη της ομάδας. Οι μαθητές οι οποίοι έδειξαν ότι είναι περισσότερο ανταγωνιστικοί από άλλους, δεν αλληλεπιδρούσαν και εμπιστεύονταν τους άλλους ανθρώπους, ούτε εμπλέκονταν συναισθηματικά με τους άλλους μαθητές ,όπως εμπλέκονταν οι λιγότερο ανταγωνιστικοί μαθητές .
Το 1994 οι Jonhson και Jonhson δημοσίευσαν τα πέντε στοιχεία: η θετική αλληλεξάρτηση, η ατομική ευθύνη, η πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση, οι κοινωνικές δεξιότητες και η μεταποίηση, τα οποία είναι απαραίτητα για να υπάρξει στην ομάδα αποτελεσματική μάθηση και να δημιουργηθούν κοινωνικές, προσωπικές και γνωστικές δεξιότητες όπως π.χ. η επίλυση προβλημάτων, ο συλλογισμός, η λήψη αποφάσεων, ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η έκφραση.
Βασικό εργαλείο για τη σύναψη σχέσης στο μαθητικό περιβάλλον και όχι μόνο, είναι η ενσυναίσθηση: η απόδοση του αγγλικού όρου empathyπου θα ορίζαμε ως τη συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του. Η επιλογή της απόδοσης του όρου στην ελληνική γλώσσα εστιάζει στα συστατικά της λέξης εν, συν και αίσθηση, υποδηλώνοντας την επέκταση της αίσθησης του ατόμου πέρα από τον εαυτό του.
Δεν είναι απαραίτητη η προφορική επικοινωνία για να επιτευχθεί ενσυναίσθηση, η οποία μπορεί και να έρθει μέσω του συνδυασμού της οπτικής και ηχητικής παρατήρησης ενός ατόμου, η γενικότερη γλώσσα του σώματος και παρουσία εκφράσεων, και ο τρόπος που αντιδρά. Η μάθηση σε συνεργατικά μοτίβα θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση αλλά συγχρόνως και στόχο, να μπει κάθε μαθητής στα παπούτσια του άλλου ώστε να έχουμε τον αλληλοσεβασμό την ανεκτικότητα και τελικά τη συνύπαρξη.
Η συνεργατική μάθηση είναι μία προσέγγιση που αφορά την οργάνωση δραστηριοτήτων στην τάξη μέσα από ακαδημαϊκές και κοινωνικές εμπειρίες μάθησης. Διαφοροποιείται από την ομαδική εργασία και έχει περιγραφεί ως «οικοδόμηση θετικής αλληλεξάρτησης». Σύμφωνα με αυτήν οι μαθητές πρέπει να εργάζονται σε ομάδες για να ολοκληρώσουν συλλογικά τις εργασίες για την κατάκτηση ακαδημαϊκών στόχων. Σε αντίθεση με την ατομική μάθηση, η οποία μπορεί να είναι ανταγωνιστική από την φύση της, οι μαθητές μαθαίνουν συνεργατικά να αξιοποιούν τις πηγές και τις δεξιότητες των υπολοίπων (να ρωτούν ο ένας τον άλλον για πληροφορίες, να αξιολογεί ο ένας τις ιδέες του άλλου, να παρακολουθεί ο ένας την εργασία του άλλου κλπ). Επιπλέον, ο ρόλος του δασκάλου αλλάζει με το να παρέχει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της μάθησης των μαθητών. Επιτυγχάνουν όλοι , όταν επιτυγχάνει η ομάδα .
Η τυπική μάθηση που διεξάγεται μέσα από ομάδες (π.χ. μία μακροπρόθεσμη ομάδα μελέτης) είναι αποτελεσματική για την εκμάθηση σύνθετων αντικειμένων κατά τη διάρκεια σπουδών και προάγει την φροντίδα και την υποστήριξη στις σχέσεις των συνομηλίκων, οι οποίες με τη σειρά τους ωθούν και ενισχύουν τη δέσμευση του μαθητή στην εκπαίδευση της ομάδας, ενώ αυξάνουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοαξία.
Το 1983, το έργο του Χάουαρντ Γκάρτνερ «Πλαίσια μυαλού: Η θεωρία των πολλαπλών ευφυιών» εισήγαγε την ιδέα ότι παραδοσιακοί τύποι νοημοσύνης, όπως το IQ, αποτυγχάνουν να εξηγήσουν πλήρως τη γνωστική ικανότητα. Εισήγαγε την ιδέα των Πολλαπλών Νοημοσυνών. Στις "Πολλαπλές Νοημοσύνες" συμπεριλαμβάνονταν και η διαπροσωπική νοημοσύνη (η ικανότητα να κατανοείς τις προθέσεις, τα κίνητρα και τις επιθυμίες άλλων ανθρώπων) αλλά και η Ενδοπροσωπική νοημοσύνη (η ικανότητα να καταλαβαίνει κάποιος τον ίδιο του τον εαυτό, να προσδιορίζει και να αυξάνει την αυτοεκτίμηση, και να εκτιμά τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, τους φόβους και τα κίνητρα τους). H πρώτη δημοσιευμένη χρήση του όρου "Συναισθηματικό Πηλίκο" (Emotional Quotient η EQ) εμφανίζεται το 1987 σε ένα άρθρο του Κίθ Μπισλέι. Ωστόσο, ο όρος έγινε ευρέως γνωστός από την έκδοση του βιβλίου του Ντάνιελ Γκόουλμαν: «Συναισθηματική νοημοσύνη-Γιατί μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία από το IQ» το 1995 όπου καταδεικνύει ότι άνθρωποι με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη έχουν καλύτερη ψυχική υγεία, καλύτερη απόδοση στην εργασία τους και αρχηγικές ικανότητες. Για παράδειγμα, ο Γκόουλμαν υπέδειξε ότι οι ικανότητες που σχετίζονται με τη συναισθηματική νοημοσύνη αποτελούσαν το 67% των ικανοτήτων που κρίνονται αναγκαίες για ανώτερη απόδοση στους ηγέτες, και είχε διπλάσια σημασία από ότι η ειδίκευση ή το IQ.
Το μοντέλο που εισηγείται ο Ντάνιελ Γκόουλμαν εστιάζει στη συναισθηματική νοημοσύνη ως μια ευρεία παράταξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων που οδηγούν την ηγετική απόδοση. Το μοντέλο του Γκόουλμαν, που ονομάζεται και μεικτό, ξεχωρίζει πέντε κύριες δομές της συναισθηματικής νοημοσύνης:
üΑυτογνωσία-Η ικανότητα να γνωρίζεις τα συναισθήματα κάποιου, τις δυνάμεις του, τις αδυναμίες του, τις κινήσεις του, τις αξίες του και τους στόχους του καθώς και η ικανότητα να αναγνωρίζεις τον αντίκτυπο τους σε άλλους ενώ χρησιμοποιείς Συναισθήματα θάρρους για να κατευθύνεις τις αποφάσεις τους.
üΑυτορύθμιση - Η ικανότητα ελέγχου ή ανακατεύθυνσης τα αποδιοργανωτικά συναισθήματα κάποιου και η πίεση για την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις.
üΚοινωνική δεξιότητα - Η ικανότητα διαχείρισης των διαπροσωπικών σχέσεων για την ώθηση ανθρώπων στην επιθυμητή απόφαση.
üΕνσυναίσθηση- Η ικανότητα του να συλλογίζεται κανείς τα συναισθήματα άλλων ανθρώπων ειδικά όταν λαμβάνουν αποφάσεις.
üΚίνητρο- Οι κινήσεις που γίνονται για την επίτευξη ενός σκοπού.
Οι συναισθηματικές ικανότητες δεν είναι έμφυτα ταλέντα, αλλά περισσότερο επίκτητες ικανότητες που απαιτούν άσκηση και μπορούν να αναπτυχθούν για την επίτευξη εκπληκτικής απόδοσης. Ο Γκόουλμαν υποθέτει ότι τα άτομα γεννιούνται με μια γενική συναισθηματική νοημοσύνη που καθορίζει την δυναμική τους για την εκμάθηση συναισθηματικών ικανοτήτων, άρα η εκπαίδευση, η δημόσια παρεχόμενη εκπαίδευση, οφείλει να ασκήσει τους μαθητές και μαθήτριες και στην ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης κι όχι μόνο να τους παρέχει γνώσεις και εξειδίκευση σε κάποιο γνωσιακό αντικείμενο.
Μια πρόσφατη ανασκόπηση έδειξε ότι η υψηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη συχνά συμπίπτει με:
üΚαλύτερες κοινωνικές σχέσεις για τα παιδιά- Μεταξύ παιδιών και εφήβων, η συναισθηματική ευφυία συμπίπτει με καλές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και σχέσεις και συμπίπτει αρνητικά με αποκλίνουσα συμπεριφορά από τις κοινωνικές νόρμες, αντί-κοινωνική συμπεριφορά που μετριέται μέσα και έξω από το σχολείο όπως αναφέρεται από τα ίδια τα παιδιά, τα μέλη της οικογενείας τους καθώς και τους δασκάλους τους.
üΚαλύτερες κοινωνικές σχέσεις για τους ενήλικες. Η υψηλή συναισθηματική ευφυία μεταξύ ενηλίκων συνδέεται με την καλύτερη αυτο-αντίληψη της κοινωνικής ικανότητας και με περισσότερες επιτυχημένες διαπροσωπικές σχέσεις ενώ εμφανίζεται λιγότερος θυμός και λιγότερα προβλήματα.
ü Άτομα με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη έχουν σχηματίσει καλύτερη εικόνα για τον εαυτό τους στους άλλους- Άλλα άτομα αντιλαμβάνονται αυτούς που έχουν υψηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη ως πιο ευχάριστα άτομα, με κοινωνικές δεξιότητες και ενσυναισθηματικά.
üΚαλύτερες οικογενειακές και έμπιστες σχέσεις. Η υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζεται με καλύτερες σχέσεις με την οικογένεια και με τους οικείους συντρόφους σε πολλές πτυχές.
üΣπουδαιότερα ακαδημαϊκά κατορθώματα. Η συναισθηματική ευφυία σχετίζεται με καλύτερη ακαδημαϊκή επίδοση όπως αναφέρεται από καθηγητές αλλά γενικότερα δεν σχετίζεται απαραίτητα με καλύτερους βαθμούς καθώς λαμβάνεται υπ' όψη ο παράγοντας IQ.
üΚαλύτερες κοινωνικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της δουλειάς και των διαπραγματεύσεων. Η υψηλότερη συναισθηματική ευφυΐα έχει να κάνει και με καλύτερες κοινωνικές δυναμικές στη δουλειά καθώς και με καλύτερη ικανότητα διαπραγμάτευσης.
üΚαλύτερη ψυχολογική ευεξία. Η συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζεται με μεγαλύτερη απόλαυση στη ζωή, αυτοσεβασμό και ελάχιστη ανασφάλεια ή κατάθλιψη. Σχετίζεται επίσης αρνητικά με τις κακές επιλογές υγιεινής και την κακή συμπεριφορά.
Αποβλέποντας στην ευτυχία και την κοινωνική συνύπαρξη κι όχι στην επιτυχία και την εξατομικευμένη πρόοδο οφείλει το σύγχρονο σχολείο να εφοδιάζει με κριτική και δημιουργική ικανότητα / δεξιότητα τους μαθητές και τις μαθήτριες ώστε να υιοθετήσουν στάσεις ζωής που θα βασίζονται στην ανοχή κι ανεκτικότητα μέσα από την συναισθηματική νοημοσύνη αλλά και την εμβάθυνση της ενσυναίσθησης.
Τελικά, αυτού του τύπου η εκπαίδευση δημιουργεί δημοκρατικούς πολίτες με αναπτυγμένη την αίσθηση της συνύπαρξης που μέσα από διαδικασίες κριτικού γραμματισμού μετατρέπουν το μάθημα σε μια ευχάριστη και χρήσιμη διαδικασία προάγοντας την έννοια της κοινότητας.